- ψευδορκία
- η, ΝΜΑ [ψεύδορκος]ψευδής ένορκη διαβεβαίωση προς δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή για την αλήθεια και πληρότητα ενός ισχυρισμού ο οποίος έχει κατά νόμο καταστεί αντικείμενο απόδειξης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδορκία — ψευδορκίᾱ , ψευδορκία perjury fem nom/voc/acc dual ψευδορκίᾱ , ψευδορκία perjury fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδορκίᾳ — ψευδορκίᾱͅ , ψευδορκία perjury fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδορκία — η ψευδής όρκος, ψευδής όρκος μάρτυρα ενώπιον του δικαστηρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευδορκίας — ψευδορκίᾱς , ψευδορκία perjury fem acc pl ψευδορκίᾱς , ψευδορκία perjury fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδορκίαι — ψευδορκίᾱͅ , ψευδορκία perjury fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδορκίαν — ψευδορκίᾱν , ψευδορκία perjury fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάμφορος — ἐπάμφορος, ον (Α) «ἐπάμφορος δίκα» δίκη που αναβλήθηκε μετά την καταδίκη μαρτύρων για ψευδορκία … Dictionary of Greek
ολεσήνωρ — ὀλεσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ τού ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ … Dictionary of Greek
τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… … Dictionary of Greek
ψευδομαρτυρία — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψευτομαρτυριά Ν [ψευδομαρτυρῶ] 1. (νομ.) η εν γνώσει κατάθεση ψευδών στοιχείων ως αληθών ή η παρασιώπηση και ελλιπής κατάθεση τής αλήθειας από μάρτυρα (α. «θα διωχθεί για ψευδομαρτυρία» β. «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται… … Dictionary of Greek